συνδιαφυλάσσειν

συνδιαφυλάσσειν
συνδιαφυλάσσω
assist in preserving
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνδιαφυλάσσω — ΜΑ, και αττ. τ. συνδιαφυλάττω Α διαφυλάσσω κάτι από κοινού με άλλον, βοηθώ και εγώ επίσης στη διατήρηση ή στη διαφύλαξη ενός πράγματος («ἀλλήλοις τὴν ἐλευθερίαν συνδιαφυλάξαι», επιγρ.) αρχ. 1. φρουρώ μαζί με κάποιον, βοηθώ και εγώ στη φρούρηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”